- παραλαμβάνω
- ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.)2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή συνεργάτη, προσλαμβάνω (α. «παρέλαβε συνεργάτη» β. «συμβούλους παραλαμβάνειν», Αριστοτ.)3. αναλαμβάνω κάποιον υπό την εποπτεία, την προστασία ή τον έλεγχο μουνεοελλ.1. αναλαμβάνω υπηρεσία από προκάτοχο ή από προϊστάμενο2. (ιδίως στον τ. περιλαβαίνω) μαλώνω, επιπλήττω κάποιον, περιαδράχνω, περιαρπάζωμσν.-αρχ.1. υιοθετώ πατροπαράδοτες τελετές ή έθιμα2. παίρνω κάτι με τη βία ή μετά από προδοσία, λαμβάνω υπό την κατοχή μου, καταλαμβάνω («ναῡς παραλαβόντες», Θουκ.)3. δέχομαι ως μάθημα, μαθαίνω («τὴν σοφίαν παρὰ Δάμωνος... παρείληφεν», Πλάτ.)αρχ.1. διαδέχομαι κάποιον σε ένα αξίωμα («τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῑν», Θουκ.)2. κληρονομώ3. αναλαμβάνω τη διαχείριση πραγμάτων καταχωρισμένων σε κατάλογο άπό τον προκάτοχο μου4. αναδέχομαι, αναλαμβάνω να κάνω ή να πω κάτι5. λαμβάνω μαζί μου και χρησιμοποιώ κάτι («παραλαμβάνειν ἐν ταῑς μάχαις τὸν θυμόν», Πλούτ.)6. παίρνω κάτι ως εγγύηση7. εξακριβώνω από αυτηκοΐα ή από φήμες («ἀκοῇ παραλαβόντες», Ηρόδ.)8. δέχομαι ή χρησιμοποιώ κάτι ως ισοδύναμο άλλου («τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῡ νοῡ παραλαμβάνειν», Πλούτ.)9. (γραμμ. και ιατρ.) μεταχειρίζομαι10. παίρνω για προσωπική μου ευχαρίστηση σύζυγο ή παλλακίδα11. (σχετικά με νεκρό) σηκώνω και μεταφέρω («παραληφθεὶς ὑπὸ θεῶν καταχθόνιων», επιγρ.)12. προσκαλώ13. συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω14. αναφέρομαι σε κάτι, μνημονεύω («παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ», Πολ.)15. δέχομαι κάποιον ως μαθητή μου16. (μέσ. και παθ.) παραλαμβάνομαια) κρατώ απόβ) γίνομαι δεκτός ωςγ) γραμμ. παράγομαι17. φρ. α) «μάρτυρας παραλαμβάνω»(στον Δημοσθ.) προσάγω μάρτυρες18. (η μτχ. ονομ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ παραλαμβανόμεναοι επιχειρήσεις19. (η μτχ. ονομ. ουδ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ παρειλημμένατα παραδεδεγμένα δόγματα.
Dictionary of Greek. 2013.